εξουσιαστής

εξουσιαστής
ο (θηλ. εξουσιάστρια) (AM ἐξουσιαστής)
αυτός που έχει όλη την εξουσία, που ασκεί πλήρη εξουσία («Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης», ΠΔ)
μσν.- νεοελλ.
αυτός που εξουσιάζει κάποιον ή κάτι («εκηρύχθησαν εξουσιαστές και προστάτες τους όλοι», «ἐξουσιαστὴς εἰς τὴν ἐμὴν ἀγάπην «).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐξουσιαστής — mighty one masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξουσιαστής — ο θηλ. άστρια αυτός που εξουσιάζει, που έχει εξουσία σε κάτι (πρόσωπο ή πράγμα), άρχοντας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξουσιασταῖς — ἐξουσιαστής mighty one masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξουσιασταί — ἐξουσιαστής mighty one masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξουσιαστοῦ — ἐξουσιαστής mighty one masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξουσιαστῇ — ἐξουσιαστής mighty one masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξουσιαστήν — ἐξουσιαστής mighty one masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξουσιαστῶν — ἐξουσιαστής mighty one masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύριος — α, ο, θηλ. και ία (AM κύριος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. αυτός που έχει δύναμη, εξουσία πάνω σε κάποιον, εξουσιαστής, κυρίαρχος (α. «ο στρατός είναι κύριος τής κατάστασης» β. «θανάτου δὲ τὸν βασιλέα τῶν συγγενών μηδενὸς εἶναι κύριον», Πλάτ. γ.… …   Dictionary of Greek

  • ἐξουσιαστάς — ἐξουσιαστά̱ς , ἐξουσιαστής mighty one masc acc pl ἐξουσιαστά̱ς , ἐξουσιαστής mighty one masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”